- προθεματικός
- -ή, -όαυτός που είναι ή που χρησιμεύει ως πρόθεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προθεματικός — ή, ό, Ν αυτός που χρησιμεύει ως πρόθεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθεμα, ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Πανταζίδη] … Dictionary of Greek